|
(-ωνος) ο картон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово картон? — χάρτων как с (ново)греческого переводится слово χάρτων? — картон — μυλωνάς — προφύσιον — βενζινάροτρον — μεταχύνω — αμυγδαλοτομία — μεθυλικός — ώχηστρα — εικοσάλεπτο — τουφέκισμα — περιγελώ — δεινόσαυρος — ενδέκατο — σινάπισμα — λιγουρεύω — ποτοαπαγόρευση — κατακίτρινος — παλούκωμα — αποσκευή — μονοσέντονο — βοστρυχίζω — φαράσι |
|||