Новогреческий словарь
λαιμοδέτης
λαιμοδέτης
ο 1)
галстук
;
2)
удавка
(разновидность морского узла)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
галстук
? —
λαιμοδέτης
как на
(ново)греческом
будет слово
удавка
? —
λαιμοδέτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαιμοδέτης
? — галстук, удавка
#
(ново)греческий словарь
—
σανδαλοποιείο
—
πέψη
—
θανάσιμα
—
αγώνιαστος
—
ανατέλλων
—
κατακέφαλος
—
εδώθες
—
νευροψυχικός
—
μυοκτονία
—
κτηματόγραφο
—
τοιχοποιία
—
τερματοφύλακας
—
φίμωση
—
λευκάνθεμον
—
αποπλανητής
—
συνδυαστικά
—
καθάρισμα
—
άσκαστος
—
βωμολοχω
—
ναυτοδικείο
—
ασκότνστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве