Новогреческий словарь
πωρί
πωρί
το 1)
камень
(на зубах);
2)
туф
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
камень
? —
πωρί
как на
(ново)греческом
будет слово
туф
? —
πωρί
как с
(ново)греческого
переводится слово
πωρί
? — камень, туф
#
(ново)греческий словарь
—
ατρύγιστος
—
βαλλιστίτις
—
μυγιόγγιχτος
—
ανοδικώς
—
αναληπτέος
—
συμπυρσοκρότηση
—
ασκάλιστος
—
κήτος
—
ξηροψήνω
—
έφελξη
—
σπηλαιολόγος
—
αριστοτεχνικός
—
δευτεροτρόπιδα
—
αλιευτική
—
τοκογλυφικός
—
ακρογιάλι
—
αρριχτος
—
χοληστερίνη
—
ακίνδυνος
—
αγουρίδα
—
επίσιον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве