Новогреческий словарь
εξήρυγον
εξήρυγον
αόρ. от εξερεύγομαν
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξήρυγον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πολύδενδρος
—
εδάρην
—
σούφρας
—
ψουνιστός
—
τοπάζι
—
βδελυγμός
—
τόρμος
—
ζαχαρόπηκτο
—
ρετσινάτος
—
γρατζούνισμα
—
λαγουδέρα
—
σκακκίστρια
—
στοιχειοθετώ
—
ψιλοδουλεμένος
—
πράος
—
τούρτα
—
στροφείο
—
έκλειψη
—
ανασκευάζω
—
εγκέντριση
—
οξογόνο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве