Новогреческий словарь
ιερογλυφικό
ιερογλυφικό
το 1)
иероглиф
;
2) мн.ч. перен.
китайская грамота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
иероглиф
? —
ιερογλυφικό
как на
(ново)греческом
будет слово
китайская грамота
? —
ιερογλυφικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιερογλυφικό
? — иероглиф, китайская грамота
#
(ново)греческий словарь
—
σκωρίαση
—
χρονικογράφος
—
γουνάς
—
ξυλοχρωστικός
—
απαντοχή
—
ωτοπλασία
—
επιβράβευση
—
ταμαχιάζω
—
ρομάντζα
—
ανατολιστής
—
αλυσίδωση
—
γεννητάτο
—
θωρακισμένος
—
φασκελώνομαι
—
αλευροβιομηχανία
—
σάλος
—
σπανιότητα
—
εμπέτασμα
—
βασίλειο
—
φυσιογνωμία
—
αιμόφιλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве