Новогреческий словарь
αντίτυπο
αντίτυπο
το 1)
экземпляр
;
2)
копия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
экземпляр
? —
αντίτυπο
как на
(ново)греческом
будет слово
копия
? —
αντίτυπο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντίτυπο
? — экземпляр, копия
#
(ново)греческий словарь
—
θησαύριση
—
ευμετάβλητο
—
ελληνολάτρης
—
παρέκει
—
ψυχαναλύτρια
—
απιλογιέμαι
—
ντορβάς
—
μηχανορραφία
—
επενέργεια
—
αιώρημα
—
απύρωτος
—
μονόλογος
—
αποδιοργανώνω
—
χρυσοποιία
—
ανορθωτικά
—
διακατέχω
—
σαμπάνιο
—
αντιπρόποσις
—
ακαταπίεστος
—
λεμονάκι
—
βρωμόλογος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве