|
полушёлковый (из шёлка и шерсти) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полушёлковый? — μαλλομέταξος как с (ново)греческого переводится слово μαλλομέταξος? — полушёлковый — ακρόρριζος — γαλακτοκομείο — αλοιφή — μελανοδοχείο — τρώση — μπαξές — ξέμακρα — τηλέτυπο — ανοσιουργός — σπαγέττο — αλωτός — αγορανομία — βίσεχτος — οροδοσία — ψαρήσιος — υδροπονία — οσφύς — αράπικος — γράδος — σύνεγγυς — πλιατσικολόγημα |
|||