|
(-εως) η новое увеличение; ~ τής φορολογίας — новый рост налогов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово новое увеличение? — επαύξησις как с (ново)греческого переводится слово επαύξησις? — новое увеличение — μουτρωμένος — μελλοντισμός — αντεπανάσταση — ψηφοθέτρια — λοίμωξη — αρνοπόκι — εξοτμίσιμος — αρμάθιασμα — μαιευτήρας — πανελλήνιες — γνωμιάρης — στοιχειωδώς — λωλάδα — αντιπληθωρισμός — χασαποσέρβικος — σύναρση — κιρκινέζι — πρόσχαρα — πηδάλιο — πέζευμα — νυχθημερόν |
|||