|
считаться, слыть; ~είται ότι... — [phrase]считается(__,__) что...[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово считаться? — θεωρούμαι как на (ново)греческом будет слово слыть? — θεωρούμαι как с (ново)греческого переводится слово θεωρούμαι? — считаться, слыть — χημιοφωταύγεια — δαμασκηνέα — σαδισμός — αντικέρης — συμπολιτεία — ζωηράδα — φανφαρόνικος — σκαμπάζω — αποφέρω — τσαλιμάκι — διεθνολογία — γοργοθάνατος — διαβολόκαιρος — γελιέμαι — στρίφω — πλαστήρι — εκμυστηρευτικός — υποτονθορίζω — γενναιοψυχία — ξεροκοκκινίζω — χάλασα |
|||