Новогреческий словарь
αυτοκατακρίνομαι
αυτοκατακρίνομαι
осуждать, порицать самого себя
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
осуждать
? —
αυτοκατακρίνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
порицать самого себя
? —
αυτοκατακρίνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοκατακρίνομαι
? — осуждать, порицать самого себя
#
(ново)греческий словарь
—
επιμιξία
—
πορτοκαλλεώνας
—
οχλοκρατούμαι
—
πυροβολαρχία
—
μονόχερος
—
γέλιο
—
υπερετώ
—
άκλιτος
—
τριανταφυλλόξιδο
—
διασταλτικότητα
—
αρχονταίνω
—
φορολογώ
—
εργολαβώ
—
στιφρός
—
αναμάσημα
—
έγκλημα
—
αναδείχνω
—
μαγγωμένος
—
αγκαζέ
—
προβατάρης
—
σχίζα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве