Новогреческий словарь
δακτυλάκι
δακτυλάκι
το 1)
пальчик
;
2)
мизинец
;
===
δέν κουνώ ούτε τό ~ μου — [phrase]даже пальцем не шевельнуть[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пальчик
? —
δακτυλάκι
как на
(ново)греческом
будет слово
мизинец
? —
δακτυλάκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
δακτυλάκι
? — пальчик, мизинец
#
(ново)греческий словарь
—
απαιτητικότητα
—
φυγομαχώ
—
κυβερνείο
—
διαιτησία
—
αλείπτης
—
ερυσίβη
—
πάστρεμα
—
λατερνατζής
—
ελαφρολογώ
—
μπαλτάς
—
μορφή
—
επανεπίχωση
—
κοκκορόμυαλος
—
πλατανόφυλλο
—
ανδραποδιστικός
—
αλυσίδωμα
—
αρχοντομίλητος
—
ενδυναμώνω
—
κρυμοπαγία
—
διετής
—
τροχάδην
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве