|
состоящий из десяти членов; ~ επιτροπή — комиссия (или делегация) из десяти человек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово состоящий из десяти членов? — δεκαμελής как с (ново)греческого переводится слово δεκαμελής? — состоящий из десяти членов — ορυκτός — τσέτουλα — ασκημομούρικος — σύνθλιψη — βραδιάζοντας — γραφοτυπία — αξυράφιστος — προσονάχωμα — φακελάκι — σούμμα — ασφόγγιστος — κατσικοπόδα — φυσιογνωμική — κλειδοκύμβαλλο — εκπηδώ — υποκαπνισμός — υλοζωία — συμποσιαστικός — αρόσιμος — ραδιοακτινοβολία — εθνοφύλακας |
|||