|
(-οπός) ο крот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крот? — σκάλοψ как с (ново)греческого переводится слово σκάλοψ? — крот — βασανίτης — ανηφορίζω — ελεφαντουργός — ρωγαλίδα — ποσότητα — εμβάς — στοχαστικός — διεκπνοή — απόθετος — καταφέρω — λουλουδώ — δημευτής — κωλοσούρνομαι — ζαργάνα — χιλιομετρητής — επιθαλάμιος — τρίπατος — αφήκα — καταψύχομαι — ξώ — ζιζυφιά |
|||