|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρεκλοπόδαρο? — — χορογραφώ — μυροποιός — αξιολύπητος — μανταλωτός — χρειασίδι — εθνόσημο — μύηση — λάρος — τσαμπουκαλής — εβραίϊκος — διακυμαίνομαι — αβίζο — συλλογικά — άγαρμπος — σύντηξη — περιέρχομαι — φαρμακοτρίπτης — έκτρωση — βάρυθυμω — αθώωση — μετατρεπτικός |
|||