|
тенистый; затенённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тенистый? — εύσκιος как на (ново)греческом будет слово затенённый? — εύσκιος как с (ново)греческого переводится слово εύσκιος? — тенистый, затенённый — τρόχος — βροχιάζω — τευτονικός — κατάστρατα — διαφανοσκόπηση — γιασεμάκι — πεθερούλης — ομφαλίς — βραχύς — εγκόλπιος — οικονομολογικός — στηθοχτυπιέμαι — όφελος — αψύχραντος — αψηλοκρέμαστος — τακερός — οφθαλμικός — διαβροχή — ξελαρυγγίζομαι — λιθογραφώ — διαγελω |
|||