Новогреческий словарь
εξουσιοδοτημένος
εξουσιοδοτημέν|ος
уполномоченный, доверенный
;
~ο πρόσωπο — доверенное лицо
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уполномоченный
? —
εξουσιοδοτημένος
как на
(ново)греческом
будет слово
доверенный
? —
εξουσιοδοτημένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξουσιοδοτημένος
? — уполномоченный, доверенный
#
(ново)греческий словарь
—
ανδραγαθικός
—
σελιδαρίθμηση
—
εμμηνορροϊκός
—
τροχός
—
διευκρινής
—
σκληρωτικός
—
ξαναγράφω
—
προβιβάζομαι
—
βαϊόκλαρο
—
ταπεινώνω
—
ελαιοφάγος
—
χοροδιδάσκαλος
—
ρόχαλο
—
άγρυπνος
—
δεκαμερής
—
βρέχω
—
αμετάγνωστος
—
ποτηροθήκη
—
μαγνητόμετρο
—
μαυραγορά
—
φούρνόξυλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве