|
кратковременный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кратковременный? — ολιγοχρόνιος как с (ново)греческого переводится слово ολιγοχρόνιος? — кратковременный — σταυροπάτης — κακόγεννη — αυτόπτης — ντρόπιασμα — αγουρογεράζω — ξελιγουριάζομαι — μισο- — άθλια — πλακωτός — ληγμένος — βρέμα — οχλεύς — θεατής — δρόμων — πόμπευμα — στρέφομαι — ηλιόβαρος — ταχυνός — ντουρής — στρατεύομαι — εργοτίνη |
|||