|
геологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово геологический? — γεωλογικός как с (ново)греческого переводится слово γεωλογικός? — геологический — ασπόνδυλος — ήλος — απλογραφία — επίμεμπτος — αδιάρλητο — παραλιακός — προσαρμοστικότητα — γλυκοτραγουδιέμαι — κιβώτιο — δρακόντι — άβρεχος — σουρεαλιστικός — επαύξησις — μακρόπνους — χουζούρι — πηλώδης — ριντό — εισοχή — μαραγκούδικο — άμαλλος — επικοινωνιολογία |
|||