Новогреческий словарь
κληρονομικότητα
κληρονομικότητα
η 1) биол.
наследственность
;
2)
наследование
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
наследственность
? —
κληρονομικότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
наследование
? —
κληρονομικότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κληρονομικότητα
? — наследственность, наследование
#
(ново)греческий словарь
—
μικροβιολυσίνη
—
ανοσήλευτος
—
αυτοπυρπόληση
—
αδιάσπαστος
—
μαυροθαλασσίτης
—
βαμβακομηχανή
—
καραβοτσακισμένος
—
ξεσαμάρωτος
—
κορνιαχτός
—
παππούς
—
βάθαιμα
—
αποσβεστήρας
—
ξεχωρίζω
—
μαθητολόγιο
—
υπερώα
—
ανθόφυτος
—
αντισκόβω
—
αφλόμωτος
—
κουμαντέρνω
—
κουκκίδα
—
ταπίστομα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве