|
το газ; μεταβολισμός ~ίων — газообмен; δηλητηριώδη πολεμικά ~ια — воен. отравляющие газы; δακρυγόνα (άσφυξιογόνα) ~ια — слезоточивые (удушливые) газы; τό ορυκτόν ~ — рудничный газ; τά ~ια — газы (в киишечнике) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово газ? — αέριο как с (ново)греческого переводится слово αέριο? — газ — ταραξίας — Μαγνησία — όντας — εκστρατεύω — βουστασιάρχης — αντικατάταξη — σφίξιμο — αζήμιωτος — συνεργάζομαι — σοβαρολογώ — ακαλλώπιστος — θεματογραφία — υπο- — θαλασσινά — ξεσκουντάω — σανό — γαλαχτερός — άθλο — ξοφλώ — προσθαφαίρεση — συριστικός |
|||