Новогреческий словарь
αντεισηγητής
αντεισηγητ|ής
ο
помощник следователя
(в армии или флоте)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
помощник следователя
? —
αντεισηγητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντεισηγητής
? — помощник следователя
#
(ново)греческий словарь
—
καυσόξυλο
—
οικοδόμημα
—
πιλοποιείο
—
γυψέλι
—
εξεργάζομαν
—
ταχύπορος
—
εξοικειώνομαι
—
σπίρτο
—
δικαιοστάσιο
—
αστεφάνωτος
—
φρέρης
—
τερματικός
—
μετοίκιον
—
ευθύρραμφος
—
συγχύζομαι
—
κρημνοβάτης
—
ανασυγκροτικός
—
ξεκαπάκωμα
—
ξεδοντιάρης
—
πασίχαρος
—
σκλήρυνση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве