|
ο помощник следователя (в армии или флоте) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помощник следователя? — αντεισηγητής как с (ново)греческого переводится слово αντεισηγητής? — помощник следователя — χάρις — ανωδυνία — κωλοχανείο — γονατιστήρι — διαζευγνύομαι — κατάδοση — στολίστρια — αποβάμβακον — ιερακιδεύς — παρατήρηση — υποδοχεύς — διωστήρας — σαμόλαδο — κατολίσθηση — αυτοαναφλεγόμενος — εκφυλισμένος — απολειαίνω — κατσικοχώρι — βελονάδικο — γηρατείον — δίπλα |
|||