|
το воен. бруствер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бруствер? — μετερίζι как с (ново)греческого переводится слово μετερίζι? — бруствер — ενύπαρκτος — γλοιός — βούρδουλας — ψυχοχειρουργική — τραβηχτικός — καρπώτρια — ακρύσταλλος — στενά — μηδέν — ξεπουλάω — όμιλος — βασιλική — Προμηθεύς — μπόρεση — φυσιογνωστικός — όρος — υγιής — ετεροίωση — αρωγή — παντού — προσλαμβάνω |
|||