|
ο экскурсант, турист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экскурсант? — εκδρομέας как на (ново)греческом будет слово турист? — εκδρομέας как с (ново)греческого переводится слово εκδρομέας? — экскурсант, турист — πρόζα — σιτοφάγος — αντιφεμινιστικός — μορτή — ανεμιστήρι — εντεροσκόπιο — παραλογιέμαι — δηλητήριος — σχολάζω — υδροχόος — αντρογυνοχωρίστρια — γουρουνότριχα — κουλαντρίζω — ανάσχολος — τυφλοπάννι — αβάντσο — επικράτηση — ουρανόπλαστος — παπαδιά — κρανιολογία — ατεζάριστος |
|||