|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ελικοπτεροφόρος? — — αβελτίωτος — ανακαίνισμός — καμωμένος — σιαλώ — γένι — αρτιότητα — στεγοποιός — τελειωμένος — υπτιασμός — εξαρτίζω — αλληθώρισμα — βρεγματικός — τεσσαράκοντα — κατάχλωμός — εορτή — ζαβολιάρικος — αθέσπιστος — στενογράφος — μακρόθεν — βασταγός — αξίνη |
|||