|
(-εως) η уст. торможение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торможение? — επόχλευση как с (ново)греческого переводится слово επόχλευση? — торможение — ξεμπρόστιασμα — ψυχή — επενδύτης — απροικος — καραμπινιέρος — γεροντομοίρι — Αραβίδα — συνεργατική — βραχυβιότητα — επισκοτισμός — πρωτύτερα — απόζουμο — μετατοπίζω — παρονομάζομαι — αναφορείον — ακλήρωτος — διαγώνιος — επανέλεγχος — υπερήλιξ — ζυμέλαια — εξουσιοδοτημένος |
|||