Новогреческий словарь
ξετσιπώνω
ξετσιπώνω
снимать пенку
(с молока и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
снимать пенку
? —
ξετσιπώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξετσιπώνω
? — снимать пенку
#
(ново)греческий словарь
—
ανεπιφανής
—
υδροφοβικός
—
αλληλεπίδραση
—
αλειμματοθέτης
—
προετοιμάζω
—
τλήμων
—
ωοθηκεκτομία
—
ανακρίβεια
—
επίχυση
—
θηλάκιο
—
αδιαμφισβήτητος
—
σημερνός
—
ηφαιστειότητα
—
στασίδι
—
χοντροκοπάνισμα
—
ικτίδα
—
ρευστότητα
—
οραματισμός
—
ακουρμάζομαι
—
δικτυοειδής
—
καταπτοώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве