Новогреческий словарь
αιτιατό
αιτιατό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιτιατό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καμαρώ
—
παρατατικός
—
καρπέτα
—
σκεπτικότητα
—
ανθρωπολογικός
—
καραπουτανάρα
—
σποριάς
—
λατινάδικο
—
εναρμονίστρια
—
απόκοττα
—
δωροληπτώ
—
ανυπόσταλτος
—
κορφολόγημα
—
εφορείο
—
υποβολείο
—
πρισματικός
—
ναύκληρος
—
μαρμαίρω
—
ακριβά
—
ναρκαλιευτικό
—
ενστασιολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве