|
1) выдувать; 2) выдыхать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выдувать? — εκφυσώ как на (ново)греческом будет слово выдыхать? — εκφυσώ как с (ново)греческого переводится слово εκφυσώ? — выдувать, выдыхать — ειδοποιός — ανάρμεχτος — αντιχρόνου — μικροκλέφτης — ψυχοπαθολογικός — φώσφορος — ακαταχώνιαστος — συνεκφωνώ — ρυτήρ — οψίγονος — αστέγνωτος — δελφινάκι — βαρκός — απότακτος — μισοανοιγμένος — αντλία — δισάκκι — ξωτικός — ήτις — ομιλητικώς — αμεριμνομέριμνος |
|||