Новогреческий словарь
ευαπόκτητος
ευαπόκτητ|ος
уст.
легко приобретаемый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
легко приобретаемый
? —
ευαπόκτητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευαπόκτητος
? — легко приобретаемый
#
(ново)греческий словарь
—
ζουγκρανίζω
—
αληθινός
—
πετρογένεση
—
λαϊκοδημοκρατικός
—
ξυλοβιομηχανία
—
κατουρολάγηνο
—
αγιοβασιλιάτικος
—
ψευδοκλασσικισμός
—
κρισιμότητα
—
χαρακτικό
—
μετόπωρον
—
γεναριάτικα
—
πεθυμώ
—
τροπόσφαιρα
—
νοήμων
—
πλαδαρός
—
πλιατσικολόγος
—
παραμαζώνω
—
Αφρικανός
—
πάνω
—
ζωγράφισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве