Новогреческий словарь
συζυγικός
συζυγικός
супружеский
;
~ές υποχρεώσεις — супружеские обязанности
;
~ δεσμός — семейные узы
;
~ή ζωή — семейная жизнь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
супружеский
? —
συζυγικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
συζυγικός
? — супружеский
#
(ново)греческий словарь
—
αβαρέλιαστος
—
αλουπήσιος
—
γυναικολόγος
—
αναδιανέμω
—
καταψύχω
—
γητεύτρα
—
ανάζερβος
—
οινοποιήσιμος
—
γραφομηχανή
—
αυγομάννα
—
επτάμηνο
—
υπόλογος
—
αδιαντροπιά
—
ραδιενεργός
—
μακρομελία
—
φαινομενικότητα
—
αυτοκρατικός
—
επιμελώ
—
Αλβανίδα
—
ψηφιακός
—
αυτοκατηγορία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве