Новогреческий словарь
τούρκικος
τούρκικ|ος
турецкий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
турецкий
? —
τούρκικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
τούρκικος
? — турецкий
#
(ново)греческий словарь
—
επιστημοσύνη
—
εγκεφαλικό
—
στραβομούτσουνος
—
εμπορείο
—
θρόνος
—
ανημμένος
—
πετραδάκι
—
εμφωλεύω
—
μπάμιας
—
σμιχτοφρύδα
—
ορόγαλα
—
πλαταγώ
—
επουλώσιμος
—
αυγοκάσα
—
άμη
—
ζωάρκεια
—
οσφρητικός
—
διαμαρτυρόμενη
—
ξάσμα
—
ολισθητήρας
—
εξυδάτωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве