|
стоящий прямо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стоящий прямо? — ορθόστητος как с (ново)греческого переводится слово ορθόστητος? — стоящий прямо — ουρανογνωσία — πάθος — λαντέρνα — φάριον — διάζευγμο — γκάστρωμα — άμμος — επιψευδαργυρωμένος — αγγάστρωτος — αλαφρόπετρα — τσιγγάνικος — αποσκελετώνω — καλουπατζής — εγγοστριμυθία — νόνα — εύφωνος — ξινούδι — αποστειρώνω — τέντωμα — περσινός — αθόλωτος |
|||