Новогреческий словарь
εμπορευματικός
εμπορευματικός
товарный
;
~ή οικονομία — товарное хозяйство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
товарный
? —
εμπορευματικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπορευματικός
? — товарный
#
(ново)греческий словарь
—
αγρονομείο
—
διαπλεκόμενος
—
νησιώτης
—
γυψονάρθηκας
—
γιαχνί
—
αργυροκέντητος
—
εμπατή
—
επορειχάλκωση
—
άγγελίνα
—
μακαρόνι
—
ανοιχτόχρωμα
—
εδάφιση
—
βασιλοπούλα
—
ετερόφυλλος
—
εγχρίω
—
διαγουμισμένος
—
ανοφυσητός
—
ανοικειότητα
—
μικροκτηματίας
—
εντοίχιση
—
γάλι-γάλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве