|
товарный; ~ή οικονομία — товарное хозяйство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово товарный? — εμπορευματικός как с (ново)греческого переводится слово εμπορευματικός? — товарный — ηλεκτρόδιο — αποσπέρνω — γιδήσιος — λαμπυράδα — δούμα — άσπορος — χωριατεύω — σιδερογροθιά — ζιβελίνη — πιστότητα — σκορποχέρης — παράγοντας — ανένδοτος — αιμοληψία — έκρους — σμάλτινος — φαγεδαινώδης — καθεύδω — ηνιοχώ — φλακιάζω — αγκυροβόλημα |
|||