|
ο боец-богатырь, «орёл» #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово боец-богатырь? — γιγαντομάχος как на (ново)греческом будет слово орёл? — γιγαντομάχος как с (ново)греческого переводится слово γιγαντομάχος? — боец-богатырь, орёл — μονοκατοικία — οντολογία — χοδαϊστής — μουρμουράω — ταφόπετρα — δολιοφθορέας — καβγάς — φυσικά — τεθλασμένος — αρνακιά — ανάπλωτος — τελείως — κόλαστρον — πιστομητός — ακαταδάμαστος — φωτογενής — πακετάρισμα — προαπαντώ — παλαιοκομματικός — καλενδούλη — εκποδών |
|||