|
το воен. гауптвахта (помещение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гауптвахта? — πειθαρχείο как с (ново)греческого переводится слово πειθαρχείο? — гауптвахта — ταραξίας — αδιοργάνωτος — ενόψει — αγαθόβουλος — χρωματίνη — καψικόν — καρρολόγος — ευμνημόνευτος — έφορος — καλογηροσύνη — αδιανέμητος — διόσανθος — κήπευση — αθειάφωτος — αριφνησιά — ανταριασμένος — ζημιωτής — αναφέρων — γυροσκοπικός — απομετράω — ορθοδοξώ |
|||