Новогреческий словарь
πεθερός
πεθερός
ο
свёкор; тесть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
свёкор
? —
πεθερός
как на
(ново)греческом
будет слово
тесть
? —
πεθερός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πεθερός
? — свёкор, тесть
#
(ново)греческий словарь
—
εξηκοντούτης
—
ανακατεύομαι
—
χεζάς
—
δωρεά
—
αυλή
—
γρούζω
—
ανεικονικότητα
—
καλοκουβεντιάζω
—
αποπάτημα
—
βρεχτός
—
ψυχιατρείο
—
παραδειγματικά
—
αυτόφωρος
—
μσμουριασμένος
—
ευειδής
—
αναυπήγητος
—
κραταιότης
—
στεατώδης
—
μούχρωμα
—
ξυλοποικιλτική
—
συσταίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве