Новогреческий словарь
ρουθούνι
ρουθούνι
το
ноздря
;
===
μού μπήκε στό ~ — [phrase]он мне стал поперёк горла[/phrase]
;
δέν έμεινε ~ — [phrase]никто не уцелел[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ноздря
? —
ρουθούνι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρουθούνι
? — ноздря
#
(ново)греческий словарь
—
κατατόπια
—
φιστικάς
—
ετερώνυμος
—
νευροπαθολογία
—
αποκαρωμένος
—
αγωνοθετώ
—
μικτός
—
αφιλόδοξος
—
αναδιοργανωτής
—
δημοκρατισμός
—
ταξιτζίνα
—
τζαμάς
—
λιανέμπορας
—
παλιόπαιδο
—
πάλιωμα
—
λιγουρευτός
—
εθνομάρτυρας
—
μάτ
—
Βερολινέζα
—
παλίνδρομος
—
γεροντοπαλλήκαρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве