|
II η зоол. лама #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лама? — λάμα как с (ново)греческого переводится слово λάμα? — лама — ωφελιμιστής — ντετερμινισμός — κανονικός — λώρος — παραφροσύνη — ελλαδικός — εμπειρογνωμοσύνη — παραωριμάζω — τάφρος — έντερο — βληματόμετρο — πιές — κουτρουβαλώ — δεσποτάτον — λοφιοφόρος — κρασοκανάτα — κομπανιαμέντο — ξυλόσοφος — έπνευσα — αναθάρρος — ευκολομεταχείριστος |
|||