|
το 1) бот. мимоза; 2) (тж. μημουάπτου) ο, η недотрога, мимоза (о чувствительном, обидчивом человеке); είναι ~ — [phrase]он недотрога[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мимоза? — μή μου άπτου как на (ново)греческом будет слово недотрога? — μή μου άπτου как на (ново)греческом будет слово мимоза? — μή μου άπτου как с (ново)греческого переводится слово μή μου άπτου? — мимоза, недотрога, мимоза — πτιλώδης — ευαπόσπαστος — αυτοπέδηση — συνδικαλισμός — βούρδουλας — σακχαρίνη — μικράκι — κολοκύθι — εχιδνοειδής — ρινόκερος — μαντάλωμα — απανώγραμμα — καταχαρούμενος — έσωθεν — ιχθυολιμένας — ξεριζώνω — ΟΗΕ — μετοικώ — οργανωτικός — μολυβόνερο — μνήστευση |
|||