Новогреческий словарь
υδραργυρικός
υδραργυρικός
ртутный
;
~ή στήλη — ртутный столб
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ртутный
? —
υδραργυρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδραργυρικός
? — ртутный
#
(ново)греческий словарь
—
χρωματικός
—
ευφράδεια
—
ράφτω
—
εισηνέχθην
—
ξυλίτης
—
ευθυγράμμίση
—
κοφινού
—
κακορραμμένος
—
κυματισμός
—
τηλεφωνικώς
—
ζόρισμα
—
δόντνασμα
—
αποκύημα
—
νιμμένος
—
κυψέλη
—
ενδότατος
—
εκλειπτικός
—
θειάφισμα
—
αρχύτερα
—
ντεκρεσέντο
—
κεφαλαιοποιώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве