|
ο фольк. знахарь (снимающий чары, порчу) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово знахарь? — νεραϊδάρης как с (ново)греческого переводится слово νεραϊδάρης? — знахарь — κουφιοκέφαλος — ιδιοκτησία — αχρησιμοποίητος — πλήθος — αποστολή — παράταιρος — υπερλίπωση — θέλγω — πλαστιλίνη — απισχναίνομαι — ευεξήγητος — στεγανόποδο — ψευδαλαζών — σύμμειγμα — χλωρωτικός — διορυκτής — παχύρρευστος — φαγοκυτταρισμός — θεουργός — αρχοντόξυλο — αποστακτήρας |
|||