|
кожевенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кожевенный? — δερματουργικός как с (ново)греческого переводится слово δερματουργικός? — кожевенный — εύγλωττος — εναποθήκευση — χυδαϊσμός — αποσχηματισμός — αγρόκτημα — βίδα — απαράδεχτος — σέρβικος — ιονιστής — αθωνικός — σμέουρο — γαμβροθήρας — διυγραίνω — καλογερική — πέδικλο — πρωτομάγειρος — χωνεύτρα — αγνότητα — ευαισθησία — σιταρόσπορο — κεφτές |
|||