Новогреческий словарь
καρυδέλαιο
καρυδέλαιο
το
ореховое масло
(из грецких орехов)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ореховое масло
? —
καρυδέλαιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρυδέλαιο
? — ореховое масло
#
(ново)греческий словарь
—
σπερματοδότης
—
καλοξέρω
—
κατάρραχο
—
τεσσαρακονθήμερος
—
ραιβοσκελία
—
οινόμετρο
—
μακροσκελής
—
προτσές
—
τσερβέλο
—
αλφάδιασμα
—
εξοχώτατος
—
αντρικός
—
απόβλητος
—
ενδεκαπλούς
—
παροχικός
—
προγονοπληξία
—
δενδράκι
—
αφυδρογόνωση
—
διανάπαυσις
—
αποθησαυριστέος
—
διασταυρούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве