Новогреческий словарь
αποχαλινώνω
αποχαλινώνω
прям., перен.
разнуздывать
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разнуздывать
? —
αποχαλινώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποχαλινώνω
? — разнуздывать
#
(ново)греческий словарь
—
μετασταθμεύω
—
θυρεός
—
αναγωγή
—
αρματολόμπασης
—
καναδικός
—
αλοθήκι
—
εναρκτήριος
—
σκουντούφλιασμα
—
αποπλάνηση
—
αρπάχνω
—
γελοιότητα
—
αρμάζω
—
πλεγματικός
—
ενδότερος
—
ρυθμικός
—
ματσούκι
—
κρατημός
—
οκνιάρης
—
μαρξικο-λενινικός
—
στάθμευση
—
στουπί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве