|
ο тот(__,__) которому предоставлен кредит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, которому предоставлен кредит? — πιστούχος как с (ново)греческого переводится слово πιστούχος? — тот, которому предоставлен кредит — περιθώριο — αφηγηματικά — αλούπι — μπόσικος — διπλώτρια — παρεντίθεμαι — ελαιόδεντρο — κονιορτοποιούμαι — ξέστρωτος — ημερονύκτιο — γραμμώνω — νανουριστικός — πρωτόγονο — ξεχόλιασμα — σηψαιμικός — μούχρωμα — εσώτατος — κεραυνοβολώ — χρυσαφύς — κνημιαίος — λιόκρουσμα |
|||