|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σταυροπηγιακός? — — πλακοστρωμένος — φυτρωμένος — ματαιόδοξος — υπογειάρα — ανύπαρκτος — νώτα — αναχασμιούμαι — ομοίωμα — τουφεκιοφόρος — ακρωτήρι — ανεπιτηρησία — ξηραντήρας — οινοπνευματοποιήσιμος — εκτύλιξη — επικόλλημα — αποφέρω — πτυελοδόχη — θεριστικός — κλειδοφύλαξ — εξηρτημένος — τρίχρονος |
|||