Новогреческий словарь
ευκολόπιαστος
ευκολόπιαστ|ος
легко уловимый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
легко уловимый
? —
ευκολόπιαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευκολόπιαστος
? — легко уловимый
#
(ново)греческий словарь
—
ασμένως
—
αλιμενία
—
ουρανολογία
—
ανευλάβειο
—
τυχερός
—
εκκλησίασμα
—
μονούβρα
—
κουτρουβάλα
—
μηναίον
—
πολωτής
—
παμμακάριστος
—
ίδιον
—
εναυσματικός
—
σάλπισμα
—
γκιζεράω
—
άλουστος
—
σκουντί
—
ιονιστής
—
ακαπάρωτος
—
φτάρμισμα
—
εναρμόνιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве