Новогреческий словарь
συγχρωτισμός
συγχρωτισμός
ο
тесное общение, связь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тесное общение
? —
συγχρωτισμός
как на
(ново)греческом
будет слово
связь
? —
συγχρωτισμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγχρωτισμός
? — тесное общение, связь
#
(ново)греческий словарь
—
ισκιερός
—
απογοητευτικός
—
τάνυσμα
—
τερατομορφία
—
αλληλογραφία
—
λαμποκόπι
—
αντιβλέπω
—
απρόσκοφτος
—
ποινή
—
εισπνοή
—
τοξικός
—
αγγειοδιασταλτικός
—
ελλείπω
—
υπερήλικος
—
αιμομιξία
—
φιλειρηνικός
—
ακοντίστρια
—
μονοθεσίτης
—
αιμορρόφιλος
—
νοικοκυρόπουλο
—
ηλιοτροπία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве