|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γλίτωμα? — — τσιριχτό — προσωποποιία — ενέργεια — κοκοτυχάω — λαχανόσουπα — στραβοπατιέμαι — σταμάτισμα — υποκλέπτω — υγιεινός — επιτύμβιος — πλοηγίς — καθυστερώ — μετρίασμα — γενικεύω — γογγυσμός — δαιμονολάτρισσα — κηροπωλείο — ευνομούμενος — φιλόδοξα — φάσκελο — αδιάταχτος |
|||