|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εγκλείστρα? — — ορθοπεδική — νέος — σκληρίζω — καμπαέτι — αλμυρότητα — μαννεκέν — δίφορος — μεγάλυνσις — χωριστής — εγκατεστημένος — λοιμός — ολοκόκκινος — μηχανολόγος — ηλεκτρόλυση — παϊδάκι — σκαθάρι — αλεπουρά — κερδοφόρος — αντιληπτικά — καραούλι — ναυτιλία |
|||